“ Ήθη και έθιμα που χάνονται στον χρόνο,
ρίζες του πολιτισμού μας που δεν ποτίζονται πλέον.”
Μεσόγεια 1830
Πόσο κοντά έφερνε θαρρείς τους ανθρώπους ένα κοινωνικό γεγονός, εποχές δύσκολες, κακουχίας και πόνου. Πόσο πάσχιζαν να βρουν χώρο να ξεφύγουν από τα καθημερινά, και να δώσουν παράλληλα την μέγιστη σημασία σε ήθη που θα τους κρατούσαν συμπαγείς και δεμένους με τις συνήθειες των προγόνων τους. , Πατρίδα , θρησκεία και οικογένεια, ήταν πράγματα που είχαν μια ιδιαίτερη σημασία …
Δέκα ολόκληρες μέρες κρατούσαν οι προετοιμασίες του γάμου, και με το πέρασμα του χρόνου άρχισαν να φθίνουν στις επτά. Όταν οι νέοι έφταναν σε ηλικία γάμου (συνήθως δεκαέξι (16) τα κορίτσια και είκοσι (20) τα αγόρια) οι γονείς άρχιζαν ν’ αναζητούν την «κατάλληλη» οικογένεια («πόρτα») για να «συμπεθερέψουν». Σπάνια όμως οι οικογένειες έκαναν το πρώτο βήμα από μόνες τους. Στηρίζονταν συνήθως στη βοήθεια μεσολαβητή του «προξενητή». Το ρόλο αυτόν τον αναλάμβαναν συνήθως γυναίκες «οι προξενήτρες» και σπανιότερα άνδρες. Λειτουργούσαν με την ιδιότητα του φίλου, του συγγενή ή του γείτονα της μιας ή της άλλης πλευράς με απαραίτητη προϋπόθεση την εχεμύθεια και τη μυστικότητα μέχρις ότου το προξενιό «πετύχει». Το προξενιό «τελείωνε» με τη σύνταξη προικοσύμφωνου με συμβολαιογραφική πράξη ή με το «δια λόγου τάξιμο» δηλαδή με την υπόσχεση του γονέα ότι θα τηρήσει τα συμφωνηθέντα.
Ο αρραβώνας
Ο αρραβώνας ήταν η πρώτη επίσημη συνάντηση του νέου ζευγαριού και των οικογενειών τους. Πριν το 1960 απρόοπτα και αργότερα σε προκαθορισμένη ημέρα, ο γαμπρός με τους γονείς του και λίγους στενούς συγγενείς πήγαιναν στο σπίτι της νύφης. Με τις ευχές «να μας ζήσουν», «η ώρα η καλή», «στις χαρές σας», κρατώντας λίγα λουλούδια από τον κήπο του σπιτιού και σπιτικά γλυκά, ο πεθερός φορούσε δαχτυλίδι στη νύφη, «το καλαθάκι», και η πεθερά περνούσε στο λαιμό της νύφης κόσμημα («παντατίφ») από το δικό της αρραβώνα. Ακολουθούσαν τα κεράσματα με κουφέτα, λουκούμια και λικέρ και τραπέζι στους συγγενείς του γαμπρού.
Στο τραπέζι του αρραβώνα το επίσημο φαγητό ήταν κόκορας από το κοτέτσι και χοντρά μακαρόνια. Εκεί οριζόταν και η ημερομηνία του γάμου. Γλεντούσαν μέχρι να χαράξει και τότε πεζή κατευθύνονταν στο σπίτι του γαμπρού, για να συνεχίσουν το γλέντι, τραγουδώντας:
«Τώρα την αυγή, τώρα που η αυγή χαράζει,
τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια,
τώρα οι πέρδικες γλυκολαλούν και λένε:
Ξύπνα, αφέντη μου, και μη βαρυκοιμάσαι
ξύπνα αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο…»
Με το άκουσμα του τραγουδιού η γειτονιά καταλάβαινε ότι τη νύχτα που πέρασε είχε γίνει αρραβώνας, αν βέβαια προηγουμένως δεν είχε ξυπνήσει από τουφεκιές στον αέρα. Την άλλη μέρα στις ρούγες και στα καφενεία ήταν αντικείμενο συζήτησης, σχολιασμού και «κοινωνικής κριτικής».
Από την επόμενη μέρα οι οικογένειες δέχονταν στο σπίτι φίλους και γνωστούς για να ευχηθούν «η ώρα η καλή και ευλογημένη».
Ο γαμπρός μπορούσε να επισκέπτεται το σπίτι της νύφης, όσο ήταν αρραβωνιασμένοι, ενώ αντίθετα εκείνη θα πήγαινε στο σπίτι των πεθερικών της για πρώτη φορά την ημέρα του γάμου.
Ο γάμος
Πολύ παλιά το μυστήριο στα Μεσόγεια γίνονταν κρυφά από τις οικογένειες σε κάποιο ξωκλήσι να μην τους δει κανένα μάτι και σε επόμενη φάση είχαμε την πομπή της προικοπαράδοσης και το γλέντι. Όμως με το πέρασμα των χρόνων αυτό ήρθε να δεθεί και να γίνει ένα.
Τετάρτη!
Οι προετοιμασίες κρατούσαν μια ολόκληρη βδομάδα με την αρχή από την Τετάρτη πριν τον γάμο όπου μια ανύπαντρη κοπέλα όπου ζούσαν και οι δυο γονείς της έπιανε το προζύμι με το οποίο θα ζύμωναν τις Κουλούρες του γάμου, καθώς και τα κουλουράκια (τουρτουλάκια) που θα ήταν και τα καλέσματα (προσκλητήρια) του γάμου για τους φίλους και μακρυνούς γνωστούς όχι όμως για τους πολύ «κοντινούς» και συγγενείς. Αυτοί ήταν αυτονόητα καλεσμένοι στο γάμο. Προσκλητήρια στους γάμους καταγράφηκαν μετά το 1930 στην περιοχή μας.
Όσο κρατούσαν οι ετοιμασίες, έριχναν τουφεκιές, έτρωγαν, έπιναν, τραγουδούσαν και χόρευαν.
Πέμπτη!
Την Πέμπτη το πρωί, μαζεύονταν στα σπίτια οι συγγενείς για το ζύμωμα και το ψήσιμο των ψωμιών. Την κουλούρα που θα έστελνε η νύφη στον γαμπρό την κεντούσε κάποια που ήξερε και ασχολείτο ιδιαίτερα με τη διακόσμηση του ψωμιού. Τα μικρά κουλούρια που τα ονομάζανε “τουρτουλάκια”(καλέσματα) τα στόλιζαν με λεπτά στολίδια από ζυμάρι, έβαζαν κουφέτα και τα μέλωναν (για να είναι γλυκιά ή ζωή του ζευγαριού). Τα έβαζαν σε πανέρια στολισμένα με λευκές κεντημένες πετσέτες και τα μοίραζαν νέες κοπέλες από σπίτι σε σπίτι για προσκλητήρια γάμου.
«Μας έστειλαν κουλούρι», έλεγαν εννοώντας ότι ήσαν προσκεκλημένοι.
Συγγένισσες και φίλες ζύμωναν τα ψωμιά. Πάνω στο τραπέζι είχαν 2 είδη ζυμαριού, το ένα με μαγιά που θα φούσκωνε και το άλλο χωρίς για την διακόσμηση και τα σχέδια που θα “κεντούσαν” τα ψωμιά του γάμου.
Οι συμβολισμοί των σχεδίων έχουν ιδιαίτερη σημασία όπως άλλωστε και στην νυφιάτικη φορεσιά:
Δύο περιστέρια να φιλιούνται(να είναι πάντα αγαπημένοι.
Το λίσι (=το βελανίδι) σαν ανάποδο Ω συμβόλιζε την δύναμη και την μακροζωϊα. [ΜΕΣΟΓΕΙΑ]
στεφάνια από λουλούδια (βίος ανθόσπαρτος)
φύλλα δάφνης (αυτός που παντρεύεται είναι και ο νικητής της ζωής)
λουμίνια (με την ευχή μέχρι τέλους η ζωή τους να είναι ομαλή όπως καίγεται το λουμίνι στο καντήλι)
Άνθη λεμονιάς (για να κάνουν πολλά παιδιά όπως της λεμονιάς τα άνθη)
Τις κουλούρες και του γαμπρού και της νύφης τις διάβαζαν στην εκκλησία δίπλα στο ζευγάρι και τα στολίδια τους τα φύλαγαν οι νιόπαντροι δίπλα στα στέφανα. Την ώρα της στέψης όταν άλλαζαν τα στέφανα στην εκκλησία άλλαζαν και οι συγγενείς μεταξύ τους τις κουλούρες. Μετά τον γάμο έκοβαν τα ψωμιά σε κομμάτια και τα μοίραζαν στους παρευρισκομένους.
Την Πέμπτη το απόγευμα…
Είναι η μέρα που θα γίνει το ξεδίπλωμα των προικιών της νύφης. …. Ήταν θαρρείς γραπτό από γενιά σε γενιά και οι φίλες της νύφης έφτανα από νωρίς στο σπίτι για να ετοιμάσουν την προίκα. Η μάνα τις περίμενε με ζεστές κατσούμπλες (λουκουμάδες) με μέλι που χουν δώσει τα μελίσσια του κήπου, πασπαλισμένοι με μπόλικη κανέλλα. Έπρεπε να γλυκαθούν τα κορίτσια για να βγάζει το στόμα τους λόγια γλυκά για το ζευγάρι και για τα καλούδια που θα ετοίμαζαν. Μια ζωή περίμενε η μάνα αυτή τη στιγμή, ώρες ατελείωτες στον αργαλειό τις κρύες νύχτες του χειμώνα υπο το φως του λαδολίχναρου έρχονται σήμερα να ξεδιπλωθούν σαν έργο ολοκληρωμένο, βγαλμένο το περισσότερο από το χέρι της. Βοηθούσαν όλες μαζί βγάζοντας επιφωνήματα θαυμασμού με κάθε όμορφο καμμάτι, δίπλωναν και σιδέρωναν τα προικιά φτιάχνοντας τον “γιούκο”. Καμια φορά η στιβάφτρα για να φτάσει ψιλά στον γιούκο έβαζε καρέκλα, και αυτόσημειώνεται στο ενεργητικό της οικογένειας και αποτελεί αιτία για παινέματα.
Βουμ καρέκλ πρ τ γκίτεσιμ
(Βάλαμε καρέκλα για ν’ανέβουμε)
Αργότερα οι συγγενείς και γείτονες καθώς και οι άλλοι καλεσμένοι επισκέπτονταν το σπίτι της νύφης για να δουν τα προικιά της και να επαινέσουν την αξιοσύνη της. Το νυφικό κρεμόταν μπροστά στην ντουλάπα. Οι συγγενείς το «ασήμωναν» με χρήματα
Την Παρασκευή
(ετοιμασίες φαγητού)…. Από το πρωί και στα δυο σπίτια έσφαζαν τα αρνιά και τα κατσίκια που χρειάζονταν για τις επόμενες μέρες των γλεντιών. Τα φαγητά στο γαμήλιο τραπέζι: ήταν κρέας στον φούρνο με πατάτες ή μαγειρεμένο με πλιγούρι, τυριά, σαλάτες, ψωμί ζυμωτό.(Κόκορα με χοντρό μακαρόνι έφτιαχναν στα αρραβωνιάσματα). Μετά το 1950 πρόσθεσαν παστίτσιο και μπούτι αρνί στο φούρνο τυλιγμένο στην λαδόκολλα με μπόλικο αλατοπίπερο και σκόρδο. Όλο αυτό το τηλίγανε με εφημερίδες και το έδεναν με σπάγκο («γκιούλμπασι» το λένε στην Αργολίδα) και τέλος γιαούρτι, ξηροί καρποί και γλυκά κυρίως του κουταλιού, που τα είχαν και τρατάριζαν σε όλες τους τις χαρές.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας έτρωγαν τα εντόσθια των σφαχτών (και στο σπίτι της νύφης και στου γαμπρού) και διασκέδαζαν έως το βράδυ.
Σάββατο – «Τα κεράσματα»
Σάββατο οι συγγενείς του γαμπρού πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, να δούνε τα προικιά, να παινέσουν την αξιοσύνη της, και κάποιες φορές (αν ο γάμος γινόταν το Σάββατο) να γίνει το μέτρημα της προίκας. Εκεί θα ασήμωναν το νυφικό και θα δίναν τις ευχές τους
Τ ρόνι τ’ γκζόνι, σιντέτ έ ντιέλμ τ’ τσόνι
(Να ζήσετε να ευτυχήσετε, υγεία και αγόρια να απολαύσετε)
Κοπέλες με ασημένιους δίσκους κυκλοφορούσαν με ποτό μαστίχα και στραγάλια με σταφίδες για τους συμπεθέρους.
Ακολουθούσε γλέντι με χορό και έπειτα όλοι μαζί κινούσαν για το σπίτι του γαμπρού, όπου θα έμενε και το μελλόνυμφο ζευγάρι, για να κεράσουν το κρεβάτι, με ρύζι, χρήματα και ευχές. Κάποιος από το σοϊ της νύφης θα βρει μια ευκαιρία να πετάξει κι ένα αγοράκι που είχε μάνα και πατέρα πάνω στο κρεβάτι με την ευχή «τούτο το κρεβάτι να στεριώσει αρσενικά παιδιά σαν και τούτο». Και πάλι το γλέντι αρχινούσε με χορούς και κεράσματα αλλά όχι για πολύ, μιας και η επόμενη μέρα του γάμου θα ήτανε «μεγάλη».
Κυριακή- Η μέρα του γάμου
Δεν είναι μόνο το μυστήριο του γάμου αλλά ολόκληρο το τελετουργικό ετούτη την μέρα, που όλοι χαίρονται και ακολουθούν, όλοι προσμένουν να το ζήσουν και να δώσουν την ευχή τους.
Από το σπίτι του γαμπρού ξεκινούσε η πρώτη μικρή πομπή συνοδεία οργανοπαιχτών για να πάρει τους κουμπάρους. Μετά αφού επέστρεφαν στο σπίτι του γαμπρού, ερχόταν ο αμαξάς με το άλογο (αργότερα φορτηγό), χωρίς να πει κάτι ο γαμπρός κρεμούσε ένα μεταξωτό μαντήλι στο καπίστρι και με τα όργανα μπροστά ξεκινούν για το σπίτι της νύφης όπου θα έπαιρνε τα προικιά. Αμέσως μετά ξεκινούσε το ξύρισμα του γαμπρού. Το στόλισμα του γαμπρού αναλάμβανε ο μπαρμπέρης του χωριού. Τον κάθιζαν στη μέση της αυλής και γύρω του χόρευαν συγγενείς και φίλοι με τη συνοδεία λαϊκών οργάνων.
Η φορεσιά του πριν το 1880 ήταν φουστανέλα ενώ μέχρι το 1930 καθιερώθηκε για τους περισσότερους το πουκάμισο, το γιλέκο, το πανωβράκι και το ζωνάρι. (Αργότερα φορούσε κοστούμι και γραβάτα).
Αντίστοιχα στο σπίτι της νύφης συγκεντρώνονταν όλες οι φίλες της νύφης για το στόλισμα και τον καλλωπισμό της. Η φορεσιά της νύφης μέχρι τις αρχές του 20ου αι. ήταν το φούντι, η γρίζα, ο τζάκος και η μπόλια. Αργότερα σταδιακά εγκαταλήφθηκε και αντικαταστάθηκε από μεταξωτό φορέμα, τη γρίζα και μεταξωτό μαντήλι ή πέπλο. Οι κοπέλες που γνωρίσαμε στο γιούκο περιμένουνε την άμαξα για να φορτώσουν τα προικιά. Χρειάζονταν και κάποιοι άντρες. Όλα τα εύθραυστα τα μετέφεραν οι συμπεθέροι στα χέρια ή σε μεγάλα ψάθινα πανέρια.
Η Πομπή
Η πομπή ξεκινούσε από το σπίτι του γαμπρού (χωρίς τη μητέρα του, η οποία θα τους περιμένει στην αυλόπορτα όταν θα γυρίσουν πίσω μετά το μυστήριο). Επικεφαλής ήταν ένας νέος που κρατούσε το «μπαϊράκι» ή «μπαριάτσι», το φλάμπουρο του γάμου. Ακριβώς από πίσω ένα μικρότερο αγόρι που κρατούσε το δίσκο, την «Πρεβέντζα» όπως την έλεγαν, με τα δώρα του γαμπρού προς την νύφη.
Όταν έφταναν στο σπίτι της νύφης ο γαμπρός περίμενε να τον καλέσει κάποιος από το σπίτι της νύφης. Πρόσφεραν τα δώρα στη νύφη: παλαιότερα τη μπόλια (μεταξωτό πέπλο) και το ξελίκι (κόσμημα κεφαλής) και αργότερα τα νυφιάτικα παπούτσια, τις κάλτσες, το στέμμα, γάντια και το πέπλο. Η μάνα της νύφης έριχνε ένα μεταξωτό μαντήλι στην πλάτη του γαμπρού, και τραβώντας τις άκρες του, τον έσερνε μέσα στο σπίτι. Εκεί έβλεπε την νύφη σκεπασμένη με την «κέζα» (ένα ροζ αραχνοΰφαντο ύφασμα που κάλυπτε το πρόσωπο της νύφης). Της φορούσε τα παπούτσια, και έβγαιναν στην αυλή για να ξεκινήσει η πομπή. Η κόρη άφηνε το πατρικό της. Η μάνα την ράντιζε με αλατόνερο για να διαλυθούν όλα τα άσχημα λόγια που είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους όπως διαλύεται το αλάτι στο νερό. Μάνα και κόρη έκλαιγαν η μία στην αγκαλιά της άλλης, αφού ήταν η πρώτη φορά που η κόρη έφευγε από το σπίτι της. Το τραγούδι του αποχωρισμού συγκινούσε όλους:
«Μια Παρασκευή πρωί κι ένα Σαββάτο βράδυ
η μάνα μ’ έδιωχνε απ’ τ’ αρχοντικό μου
και ο πατέρας μου, κι αυτός μου λέει φεύγα.
Φεύγω κλαίγοντας, φεύγω παραπονιώντας
Πιάνω, το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Βρίσκω ένα δεντρί, ψηλό σαν κυπαρίσσι…
-Δέξε με δεντρί, δέξε με κυπαρίσσι, να ξημερωθώ
-Εγώ θα σε δεχτώ, και θα σε καλοδέξω.
Να οι κλώνοι μου, κρέμασε τ’άρματά σου.
Να ο ίσκιος μου, πέσε γλυκοκοιμήσου,
και το πρωί σαν σηκωθείς έλα στην αγκαλιά μου.»
Η πομπή έφτανε στην εκκλησία. Η ώρα του θρησκευτικού μυστηρίου θα ενώσει με τα δεσμά του γάμου το ζευγάρι. Την ώρα της στέψης τα συμπεθεριά θα άλλαζαν της κουλούρες μεταξύ τους, ενώ μετά το μυστήριο του γάμου ο κόσμος θα έπαιρνε από ένα κομμάτι της κουλούρας (σαν αντίδωρο; αργότερα έγινε μπομπονιέρα).
Η πομπή τώρα επιστρέφει στο σπίτι του γαμπρού, όπου θα γίνει και το γαμήλιο γλέντι.
Μπροστά πήγαιναν 4-5 νέοι με λευκά πουκάμισα και γιλέκα, «οι Βλάμηδες», που χόρευαν στο ρυθμό της μουσικής. Από πίσω παιδιά που κρατούσαν τις λαμπάδες και το ζευγάρι με τους συγγενείς.
Στην είσοδο του σπιτιού το ζευγάρι υποδεχόταν η πεθερά της νύφης. Τύλιγε με λευκό πανί το δάχτυλο της νύφης της και το βουτούσε σε ποτήρι με μέλι. Η νύφη έκανε με το μέλι το σημείο του σταυρού στον τοίχο του σπιτιού ή στην πόρτα. Στη συνέχεια έσπαζε ένα ρόδι στο έδαφος για το «καλό», η πεθερά ακουμπούσε τη νυφική κουλούρα τρεις φορές στα κεφάλια του ζευγαριού και μ’ ένα λευκό μαντήλι τους σκέπαζε και τους τραβούσε απαλά στο εσωτερικό του σπιτιού.
Απ’ αυτή τη στιγμή μια καινούργια ζωή άρχιζε για τη νύφη, η οποία έπρεπε να προσαρμοστεί στο νέο της σπιτικό: «Νύφη μου, όχι όπως τα ήξερες, όπως τα βρήκες» θα της πει πολλές φορές ή πεθερά της.
Αλέξανδρος Καφφέζας
Βιβλιογραφία
- Οι Έλληνες Αρβανίτες, Μαρία Μιχαήλ Δέδε, εκδόσεις Δωδώνη,1977
- Η ζωή των Αρβανιτών, Νίκου Ι.Σαλταρη, Εκδόσεις Γέρου,1986
- Μεσόγεια, Ελληνικό Κέντρο Τέχνης & Πολιτισμού, 2014
- Αρβανίτικος Γάμος, Βαγγέλη Λιάπη, Εκδόσεις Δωδώνη,1988
- Γάμος και γαμήλια σύμβολα στην Σαλαμίνα, Πέτρου Δ. Φουρίκη, Εκδόσεις Θαμύρις,1996
- Τα τραγούδια των Γυναικών στα Μεσόγεια 1900-1950, Βάσω Κιούση, Εκδόσεις Εντός,1998
Πηγές
- Πολιτιστικός Σύλλογος Σπάτων
- Σαραγούδας Νίκος, Μουσικός
- Γκινοσάτης Παναγιώτης, Τοπικός ερευνητής