“Πριν παρουσιάσουμε τη σχέση του Πικερμίου με τους Αρβανίτες είναι χρήσιμο να διαπιστώσουμε ποιοι είναι αυτοί οι Αρβανίτες, που βρίσκονται σε ολόκληρο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο. Οι εγκυρότεροι ιστορικοί και εθνολόγοι συμφωνούν ότι πρόκειται για μια από τις πληθυσμιακές ομάδες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που όλες μαζί απαρτίζουν το ελληνικό έθνος, όπως είναι και οι Σαρακατσάνοι, οι Βλάχοι, οι Πόντιοι, οι Μικρασιάτες, οι Κύπριοι, οι Τσάκωνες, οι Μανιάτες κά. και μάλιστα από τις πιο δυναμικές του ελληνισμού, που συνεισφέρανε τα μέγιστα στην Ελληνική Επανάσταση και τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους. Αρβανίτες ήταν οι Σουλιώτες (ο Μάρκος Μπότσαρης μάλιστα έχει γράψει ελληνοαρβανίτικο λεξικό που έχει εκδώσει η Ακαδημία Αθηνών), οι Υδραίοι και Σπετσιώτες ναυμάχοι (στα αρχεία του Κουντουριώτη υπάρχουν επιστολές στ’ αρβανίτικα), καθώς και όλοι οι ναυτικοί των νησιών του Αργοσαρωνικού, οι περίφημοι Ντρέδες από τα Σουλιμοχώρια της Μεσσηνίας, που ήταν οι καταδρομείς του Κολοκοτρώνη, οι Δερβενοχωρίτες που κρατούσαν τα Μεγάλα Δερβένια, ο Κριεζώτης με τους αγωνιστές της νότιας Εύβοιας, ο Μελέτης Βασιλείου με τους Χασιώτες και ο Γιάννης Ντάβαρης με τους Μεσογείτες πολεμιστές που ελευθέρωσαν την Αθήνα, για να μην αναφερθούμε ονομαστικά σε οπλαρχηγούς όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, γιος του Ανδρούτσου Βερούση από τις Λιβανάτες, ο Δημήτριος Πλαπούτας, γιος του Κόλια Πλαπούτα απ’ την Παλούμπα της Αρκαδιάς, ο Θοδωράκης Γρίβας από το Ξηρόμερο (η καταγωγή των Γριβαίων ανάγεται κατευθείαν στον μεγάλο αρβανίτικο οίκο των Μπούα) κλπ., γιατί ο κατάλογος θα ήταν μακρύς.
Ονοματολογικά Αρβανίτης σημαίνει αυτόν που κατάγεται από το Άρβανο, όπως ονομαζόταν η περιοχή στα άκρα της Βόρειας Ηπείρου ανάμεσα στο Ελμπασάν και το Μπεράτι. Το Άρβανο αναφέρεται ήδη από τον 11ο αιώνα στο έργο «Αλεξιάς» της Άννας Κομνηνής, θυγατέρας του βυζαντι-νού αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού, και με τον καιρό η ονομασία αυτή επικράτησε για να προσδιορίζει όλη την ευρύτερη περιοχή.
Οι Αρβανίτες αναφέρονται ξανά στις ιστορικές πηγές κατά τις αρχές του 14ου αιώνα, όταν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού από το ιστορικό Άρβανο και την ευρύτερη περιοχή μετακινήθηκαν προς νότο και διεσπάρησαν σε όλο τον ελλαδικό χώρο από τη Θεσσαλία μέχρι και την Πελοπόννησο, αλλού αυθαίρετα, όπως στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και την Αιτωλοακαρνανία και αλλού με την ανοχή ή και την πρόσκληση τοπικών ηγεμόνων, όπως στην Ανατολική Στερεά, τη νότια Εύβοια και την Πελοπόννησο. Οι μετακινήσεις των πληθυσμών αυτών έγιναν, όπως αναφέρει η Anonymi Descriptio Europae Orientalis του 1308 «per turmas et cognationes suas», δηλαδή κατά ομάδες και κατά οικογένειες, σύστημα που ήταν σύμφωνο με την κοινωνική δομή των Αρβανιτών, δηλαδή την οργάνωση κατά πατριές (γένη, φυλές), που είχαν κοινό αρχηγό. Τα αίτια των μετακινήσεων αυτών είναι διάφορα και όλα έχουν σχέση με πολεμικά γεγονότα, αλλά αυτό είναι τεράστιο θέμα που δεν χωράει εδώ.
Χαρακτηριστικό δείγμα αυθαίρετης εγκατάστασης μας παρέχουν οι φυλές των Σπάτα (που έχει σχέση με το Πικέρμι, όπως θα δούμε παρακάτω) και των Λιόσα, οι οποίοι ίδρυσαν δικές τους επικράτειες, όταν το 1358 οι φυλές αυτές με ηγέτες τον Γκίνο Μπούα Σπάτα και τον Πέτρο Λιόσα νίκησαν σε κρίσιμη μάχη παρά τον Αχελώο τον Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρο Β’ Ορσίνι και διένειμαν τα εδάφη, του μεν Σπάτα λαβόντος την Αιτωλία και τη Ναύπακτο, του δε Λιόσα την Ακαρνανία και την Άρτα.
Αλλά και με προσκλήσεις εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες σε διάφορες περιοχές κατά τα τέλη του 14ου αιώνα και τις αρχές του 15ου , όπως στην Πελοπόννησο από τους Δεσπότες του Μυστρά Μανουήλ Καντακουζηνό και Θεόδωρο Α’ Παλαιολόγο, στην Αττική και Κορινθία από τους Φλωρεντινούς ηγεμόνες και τραπεζίτες Νέριο και Αντώνιο Ατζαγιόλι, στην Εύβοια από τους Βενετούς, στην Βοιωτία και Λοκρίδα από τους Καταλανούς κλπ. Ας μη λησμονούμε ότι την εποχή εκείνη σε μεγάλο μέρος της χώρας υπήρχε Φραγκοκρατία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, δηλαδή της εγκατάστασης κατόπιν προσκλήσεως, υπάγεται και το Πικέρμι.
Οι προσκλήσεις αυτές των Αρβανιτών, ως πολεμιστών, για τη φύλαξη και την υπεράσπιση της υπαίθρου χώρας, γίνονταν με βάση τον θεσμό της «πρόνοιας». Ο θεσμός αυτός, δοκιμασμένος ήδη παλαιότερα από τους βυζαντινούς, συνίσταται στην εγκατάσταση ξένων προς την περιοχή μαχητών σε προεπιλεγμένους τόπους, οι οποίοι είχαν ως έργο κυρίως τη φύλαξη της πρωτεύουσας από εχθρικές προσβολές και την προστασία των κατοίκων της υπαίθρου και των καλλιεργειών από επιδρομές. Δεν ήταν μισθοφόροι, ακριβώς διότι οι διάφοροι ηγεμόνες δεν ήθελαν τις υπηρεσίες τους ευκαιριακά, αλλά μονίμως, γι’ αυτό τους εγκαθιστούσαν (τους «πρόνοιαζαν», όπως έλεγαν) κοντά σε περάσματα προς την πόλη και τους εμπορικούς σταθμούς, σε υψώματα απ’ όπου κατοπτεύουν τον κάμπο ή τη θάλασσα, δίπλα σε βασικούς δρόμους και εν γένει όπου θεωρούσαν καίριο σημείο, το οποίο θα φύλαγαν, με τις οικογένειές τους, τα ζώα και τις οικοσκευές, τους παραχωρού-σαν εκτάσεις γης και τους απάλλασσαν για ορισμένο χρονικό διάστημα από φόρους. Με τον τρόπο αυτόν οι ηγεμόνες πετύχαιναν πολλά συγχρόνως: δεν ξόδευαν χρήματα για την πληρωμή τους, αναζωογονούσαν με νέο αίμα τη ρημαγμένη πληθυσμιακά ύπαιθρο, εύρισκαν νέους στιβαρούς καλλιεργητές που εκχέρσωναν και φύτευαν τις εγκαταλειμμένες εκτάσεις και βέβαια είχαν μονίμως και χωρίς κόστος ετοιμοπόλεμους και αξιόμαχους άντρες, που θα προστάτευαν οποτεδήποτε τη χώρα, σαν να ήταν δική τους, αφού συγχρόνως θα υπερασπίζονταν τις οικογένειες και τις περιουσίες τους. Ας σημειωθεί ότι οι «προνοιασμένοι» σε κάθε τόπο ήταν συγγενείς μεταξύ τους, λόγω της γνωστής κοινωνικής οργάνωσης των Αρβανιτών κατά γένη, πράγμα που ανέβαζε την εμπιστοσύνη των ηγεμόνων στο αξιόμαχό τους. Κάθε πατριά εξουσίαζε τον κλήρο που είχε λάβει και κατοικούσε εκεί, έχοντας το νου της στη φύλαξη του τόπου, όπου είχε ταχθεί. Έτσι εξηγείται η πληθώρα κτητορικών τοπωνυμίων, αφού με τον καιρό ο τόπος έπαιρνε το όνομα της πατριάς, που τον εξουσίαζε.
Τέτοια εγκατάσταση πιθανότατα αποτελούσε και το Πικέρμι κατά τον 14ο αιώνα. Δεν γνωρίζουμε το όνομα της πατριάς που εγκαταστάθηκε στο παλιό Πικέρμι και προστάτευε το πέρασμα από τη θάλασσα προς την ενδοχώρα, δηλαδή την πανάρχαια λεωφόρο Μαραθώνος. Πιθανολογούμε, όμως, με ισχυρή δόση βασιμότητας από πού ήρθε. Πολύτιμη συμβολή σ’ αυτό μας παρέχει η ονοματολογία και η άποψη του Σπυρίδωνα Λάμπρου σχετικά με το τοπωνύμιο Πικέρμι. Ο σοφός ερευνητής έχει την άποψη, η οποία άλλωστε δεν έχει αντικρουσθεί μέχρι τώρα, ότι προέρχεται από τον βυζαντινό τίτλο του επικέρνη ή «πιγκέρνη», «ήτοι αρχιοινοχόου ή τινός φέροντος το εκ του τοιούτου αξιώματος επώνυμον». Ο τίτλος του πιγκέρνη αναφερόταν σε αξιωματούχο της Αυλής του Βυζαντίου, ο οποίος είχε θέση στο βασιλικό τραπέζι και κερνούσε τον Αυτοκράτορα.
Ας προσέξουμε τώρα ιδιαιτέρως τους ονοματολογικούς συσχετισμούς με άλλους ομώνυμους τόπους, που σε συνδυασμό με την κάθοδο των Αρβανιτών του 14ου αιώνα μας οδηγούν σε βάσιμα πορίσματα. Εκτός από το Πικέρμι της Αττικής υπάρχει στη Βόρεια Ήπειρο το Πικέρνη, χωριό μεταξύ Δελβίνου και Χιμάρας, το οποίο κατά τον Παν. Αραβαντινό εκφέρεται σε γενική πτώση, πράγμα που παραπέμπει σε κτητορικό τοπωνύμιο, καθώς επίσης και το Πικέρνι της Αρκαδίας στην περιοχή Μαντινείας, γνωστό από την απογραφή του Βενετού Grimani κατά το 1700, εκφερόμενο άλλοτε σε γένος αρσενικό και άλλοτε σε ουδέτερο.
Για το ότι το τοπωνύμιο είναι κτητορικό, αναφέρεται δηλαδή πράγματι σε κάποιον πιγκέρνη ιδιοκτήτη, δεν νομίζω ότι χωρεί αμφιβολία. Αυτό όμως αφορά το Πικέρνη της Ηπείρου και όχι το Πικέρμι της Αττικής ή το Πικέρνι της Αρκαδίας. Προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού αναφέρομαι στο συνοδικό συγίλλιο που εκδόθηκε το 1337 επί πατριαρχίας Ιωάννου ΙΔ’ του Καλέκα, στο οποίο μνημονεύεται ο αυτοκρατορικός επίτροπος Συργιάννης Παλαιολόγος Πιγκέρνης, γιος της Ευγενίας Παλαιολογίνας, μικρανεψιός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ του Παλαιολόγου και γαμπρός του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου, ο οποίος απεστάλη από αυτόν στην Ήπειρο ως τοποτηρητής του θρόνου. Ο ίδιος μνημονεύεται και σε χρυσόβουλο του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’. Αυτού του Συργιάννη Παλαιολόγου Πιγκέρνη προφανώς ήταν κτήμα το Πικέρνη της Ηπείρου. Το Πικέρμι της Αττικής, όπως και το Πικέρνι της Αρκαδίας είναι μεταφορά του αρχικού τοπωνυμίου από τους Αρβανίτες εποίκους στους νέους τόπους, όπου εγκαταστάθηκαν.
Σ’ αυτό συνηγορούν δύο στοιχεία: το βασιλικό έγγραφο με ημερομηνία 31-12-1382 που ανακάλυψε στα αρχεία του Στέμματος της Αραγωνίας ο Σπ. Λάμπρος, με βάση το οποίο οι Αρβανίτες καλούνται να εποικίσουν την Αττική και η ανέγερση του ναού της Αγια Σωτήρας, που χρονολογείται από τους ειδικούς στον 14ο αιώνα. Οπωσδήποτε οι νέοι οικιστές θα ήθελαν αμέσως μετά την άφιξή τους να φτιάξουν την εκκλησία τους. Συνεπώς έχουμε σοβαρές ενδείξεις ότι κατά τα τέλη του 14ου αιώνα το Πικέρμι ανήκε σε κάποια αρβανίτικη πατριά, που έδωσε στον τόπο το όνομα της καταγωγής της.
Κατά τις αρχές του 15ου αιώνα και συγκεκριμένα το 1418 καταλύθηκε η ηγεμονία των Σπάτα στην Δυτική Ελλάδα, η οποία είχε απορροφήσει εν τω μεταξύ εκείνη των Λιόσα, και από τη χρονολογία εκείνη και μετά έχουμε κάθοδο των Αρβανιτών προς νότο και νέες εγκαταστάσεις εποίκων στην Αττική και άλλα μέρη. Τότε πιθανολογείται ότι δημιουργήθηκε το χωριό Σπάτα, το οποίο έκτοτε είχε πάντοτε σχέση με το Πικέρμι, που λειτουργούσε ως οικισμός του Σπάτα μέχρι και τη σύγχρονη εποχή.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το Πικέρνη της Ηπείρου είναι κοντά στο Φοινίκι, όπου βρισκόταν η εστία και το ορμητήριο του Γκίνου Μπούα Σπάτα, πράγμα που συνηγορεί στην άποψη ότι και πριν το 1418 μέλη της γενιάς των Σπάτα είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή, οπότε οι νέοι έποικοι που έφθασαν μετά το 1418 δεν ήλθαν σε άγνωστο τόπο, αλλά κοντά σε δικούς τους ανθρώπους. Αυτό, όμως, χρειάζεται περαιτέρω έρευνα.
Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν την οθωμανική κατάκτηση, δηλαδή 1456 και μετά, δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Βεβαίως οι Αρβανίτες έποικοι θα πρέπει να παρέμειναν και να εξακολούθησαν τις δραστηριότητές τους, αν κρίνουμε από την προσθήκη που έγινε στο ναό της Αγια Σωτήρας και την αγιογράφηση της προσθήκης, η οποία φέρει χρονολογία το 1548. Γνωρίζουμε μόνο ότι από το 1456 η Αθήνα και οι γύρω περιοχές υπάγονται απευθείας στον Σουλτάνο, με τις προσόδους τους να προορίζονται για τη συντήρηση του χαρεμιού του, εξαιρούμενες της δικαιοδοσίας του πασά του Ευρίπου.
Πρέπει να γνωρίζουμε επίσης ότι ο οικισμός του Πικερμίου, όπως τον ξέρουμε σήμερα, είναι δημιούργημα των αρχών του 20ου αιώνα. Πριν από τότε και μέχρι τα βάθη του παρελθόντος, που μπορούμε να έχουμε πληροφορίες από νεότερες γραπτές πηγές ή παλαιότερα αρχαιολογικά ευρήματα, ο οικισμός του Πικερμίου τοποθετείται με βεβαιότητα στη θέση «Παληός Μύλος», δηλαδή γύρω από τα παλαιά οικοδομήματα του κτήματος Σερδάρη, μέχρι την Αγια Σωτήρα, το ρέμα Βαλανάρης και τα πρώτα υψώματα του Ντραφιού.
Άλλωστε, αν δει κανείς από ψηλά το ανάγλυφο όλου του Πικερμίου και την λεπτομερή μορφολογία του εδάφους, διαπιστώνει εύκολα ότι από όλη την περιοχή ο προσφορότερος τόπος για την δημιουργία οικισμού είναι αυτός ακριβώς ο χώρος. Πρώτο και κυριότερο, έχει κοντά του άφθονο νερό, ικανό για όλο τον οικισμό, που προσφέρει ο Βαλανάρης, ο οποίος μάλιστα σε αυτό το σημείο έχει ήδη συγκεντρώσει τα νερά των χειμαρρίσκων που απολήγουν σ’ αυτόν και η ροή του είναι πλέον ομαλή. Και κάτι ακόμη που έχουν ξεχάσει οι νεότεροι: τα ρέματα εκτός από αγωγοί υδάτων είναι και αγωγοί αερίων μαζών, προσφέροντας δροσιά το καλοκαίρι. Επίσης ο τόπος είναι ομαλός λόφος, προσήλιος, με πλήρη εποπτεία στον κάμπο που εκτείνεται στα νότια (βασικό κριτήριο για τους παλιούς οικισμούς, που έπρεπε να ελέγχουν τις καλλιέργειές τους στον κάμπο και να είναι σε θέση σύντομα να τις υπερασπί- ζονται από ξένες επιβουλές) και δεν καταλάμβανε πολύτιμη γεωργική γη, αλλά ούτε και ορεινό έδαφος, που προβληματίζει στην ανάπτυξη καθημερινής ζωής.
Επομένως, αν εξαιρέσουμε την αρχαιότητα, οι πρώτοι γηγενείς κάτοικοι στο Πικέρμι ήταν Αρβανίτες, είτε από τη γενιά του Σπάτα, είτε από άλλη, της οποίας το όνομα αγνοούμε. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, που μπορούμε να έχουμε βέβαιες πληροφορίες, οικιστές στο Πικέρμι ήταν οικογένειες από τα Σπάτα, όπως οι οικογένειες Ανδριώτη, Γκινοσάτη, Διαγγελάκη, Καλαμιώτη, Μάρκου. Το 1925 μεγάλη οικογένεια Σαρακατσάνων από την Κεντρική Στερεά Ελλάδα, η οικογένεια Ξηντάρα, αγόρασε από τον Σκουζέ περί τα 1.000 στρέμματα του κτήματος «Πασσάδες» και εγκαταστάθηκε μόνιμα σ’ αυτό, οπότε δημιουργήθηκε ο οικισμός του Πικερμίου στη θέση που τον γνωρίζουμε σήμερα. Αργότερα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαταστάθηκαν στο Πικέρμι οικογένειες από την νότια Εύβοια, όπως οι οικογένειες Καλούπη, Καπόλα, Μήλα, Τσιμπούκη, πολλοί εξ αυτών Αρβανίτες επίσης. Έτσι, και όσο πιο συνοπτικά μπορεί να τα πει κανείς, διαμορφώθηκε το Πικέρμι μέχρι και την δεκαετία του 1960.”
Από την ομιλία του Παναγιώτη Αθαν. Γκινοσάτη στις 27/5/2017, στο πλαίσιο διοργάνωσης Αρβανίτικου γάμου.
.